ὑδράνα

ὑδράνα
ὑδράνᾱ, ἁ, or perh. [full] ὑδράν, or ἁ, [dialect] Dor.,
A vase for lustral water, IG 5(1).1390.37 (Andania, i B. C.), cf. Rhinth.27 (dub.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδράνα — ἁ, Α αγγείο κατάλληλο για την εναπόθεση νερού για καθαρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ανᾱ / άνη (πρβλ. δρεπ άνη, λεκ άνη)] …   Dictionary of Greek

  • υδράνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὑδράνα (βλ. λ. ὑδράνα)] …   Dictionary of Greek

  • υδράν — ὁ ἡ ἁ, Α (δωρ. τ.) ὑδράνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ὑδράναν ή ὕδρανον] …   Dictionary of Greek

  • υδρανός — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὑδράνα (πρβλ. και τον τ. ὑδράνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”